λαγιδεύς

λαγιδεύς
(-εως) ο см. λαγουδάκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαγιδεύς" в других словарях:

  • λαγιδεύς — ο (Α λαγιδεύς, έως) [λαγώς] το νεογνό τού λαγού, λαγουδάκι αρχ. το κουνέλι …   Dictionary of Greek

  • λαγιδεῖς — λαγιδεύς leveret masc acc pl λαγιδεύς leveret masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγιδέων — λαγιδεύς leveret masc gen pl λαγιδέω̆ν , λαγιδεύς leveret masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»